μπουκιά

μπουκιά
μπουκιά, η και μπουκουνιά, η
η ποσότητα τροφής που χωράει άνετα στο στόμα, η χαψιά: Φάε μια μπουκιά, είσαι νηστικός όλη μέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπουκιά — η [μπούκα] 1. η ποσότητα τροφής που μπορεί να χωρέσει κάθε φορά στο στόμα, αλλ. βουκιά 2. φρ. α) «δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα» δεν έφαγε απολύτως τίποτε β) «δίνει και τη μπουκιά του» είναι πάρα πολύ φιλότιμος και γενναιόδωρος γ) «είναι μπουκιά… …   Dictionary of Greek

  • ψωμός — ὁ, ΜΑ 1. μπουκιά ψωμιού 2. (κατ* επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος αρχ. 1. (κατ επέκτ.) μπουκιά φαγητού 2. (γενικά) άρτος, ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω*. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • μπουκούνι — το 1. μικρό κομμάτι 2. μπουκιά 3. φαγητό 4. μερίδα φαγητού 5. μτφ. μικροσκοπικός ή μικρής ηλικίας άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccone «κομμάτι, μπουκιά»] …   Dictionary of Greek

  • συχώριο — και συ(γ)χώριο και σχώριο, το, και σ(υ)χώρια, η, Ν 1. συγχώρηση 2. φρ. α) «συχώριο νά χουν τα πεθαμένα σου» i) έκφραση επαιτείας ii) έκφραση επιδοκιμασίας ενέργειας β) «μπουκιά και συχώριο» βλ. μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • άκολος — (I) ἄκολος, η (Α) πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού της επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • έγκαφος — ἔγκαφος, ο (Α) χαψιά, μπουκιά …   Dictionary of Greek

  • ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… …   Dictionary of Greek

  • βλωμός — ο (Α βλωμός) νεοελλ. τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο αρχ. μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του… …   Dictionary of Greek

  • βουκία — βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ) η μπουκιά αρχ. είδος αρτοειδούς γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)] …   Dictionary of Greek

  • βούκα — η (AM βούκα) 1. μπουκιά 2. μάγουλο 3. καταπακτή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”